βαθύσχοινος

βαθύσχοινος
βαθύσχοινος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση στις όχθες («βαθύσχοινος Ασωπός»)
2. πυκνός («βαθύσχοινος χλόη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σχοίνος (ο και η) «βοῦρλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαθύσχοινος — deep grown with rushes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύσχοινον — βαθύσχοινος deep grown with rushes masc/fem acc sg βαθύσχοινος deep grown with rushes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυσχοίνοιο — βαθύσχοινος deep grown with rushes masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυσχοίνῳ — βαθύσχοινος deep grown with rushes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”